- καραβόπουλο(ν)
- καραβόπουλο(ν), τὸ (Μ)μικρό πλοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + υποκορ. κατάλ. -πουλο(ν) (< λατ. pullus «πώλος»), πρβλ. βασιλό-πουλο, κοτό-πουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάραβος — Γένος εντόμων της μεγάλης οικογένειας των καραβιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Η οικογένεια αυτή είναι τόσο πλούσια σε είδη (πάνω από 20.000) ώστε μερικοί ζωολόγοι τη χωρίζουν σε διάφορες οικογένειες, που υποδιαιρούνται αντίστοιχα σε… … Dictionary of Greek